ποικολόθρους

ποικολόθρους
-ουν, και -οος, -οον, Α
αυτός που έχει ή παράγει ποικίλο θρόισμα («πτερὰ ποικιλοθρόων οἰωνῶν», Λυρ. Αδέσπ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + θρόος (θροῦς «θόρυβος» (πρβλ. πολύ-θρους)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”